- προίαλλεν
- προί̱αλλεν , προιάλλωsend forthimperf ind act 3rd sgπροίαλλεν , προιάλλωsend forthimperf ind act 3rd sg (homeric ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
επαλέξω — ἐπαλέξω (Α) 1. βοηθώ, επικουρώ («αὐτὰρ ἐμὲ Ζεὺς τῷ ἐπαλεξήσουσαν ἀπ οὐρανόθεν προΐαλλεν», Ομ. Ιλ.) 2. αποκρούω, απομακρύνω («μὴ ποτ ἐπὶ Τρώεσσιν ἀλεξήσειν κακὸν ἧμαρ», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + αλέξω «προστατεύω»] … Dictionary of Greek